- ὀλβιογάστωρ
- ὀλβιο-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ,A whose happiness is in his belly, a belly-god, Amphis 10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολβιογάστωρ — ὀλβιογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) ο κοιλιόδουλος, αυτός που βρίσκει την ευτυχία στην κοιλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
ὀλβιογάστωρ — whose happiness is in his belly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιογάστορα — ὀλβιογάστωρ whose happiness is in his belly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλβιογάστορος — ὀλβιογάστωρ whose happiness is in his belly masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek